- πίσινον
- πίσινοςmade of peasmasc acc sgπίσινοςmade of peasneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
έτνος — ἔτνος, τὸ (εσφ. γραφή ἕτνος) (Α) πυκνός ζωμός με όσπρια, είδος πολτού ή χυλού οσπρίων («ἔτνος γε πίσινον εὔχρων καὶ καλόν» σούπα από μπιζέλια, Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολογίας. Εικάζεται πιθ. συγγένεια με το μσν. αρχ. ιρλ. eitne «πυρήνας» … Dictionary of Greek
πίσινος — η, ον, Α [πίσος] 1. αυτός που έχει παρασκευαστεί από πίσους, από μπιζέλια («ἐγὼ δ ἔτνος γε πίσινον εὔχρων», Αριστοφ.) … Dictionary of Greek